- μωλωπίζομαι
- μωλωπίζωbeat and bruise severelypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκοτώνω — 1. δέρνω αλύπητα κάποιον, τόν τσακίζω στο ξύλο («τήν κατασκότωσε στο ξύλο») 2. μέσ. κατασκοτώνομαι α) μωλωπίζομαι ή τραυματίζομαι σε πολλά σημεία τού σώματός μου β) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για κάτι, φροντίζω με όλη μου την ψυχή για κάτι,… … Dictionary of Greek
μωλωπίζω — (ΑΜ μωλωπίζω) [μώλωψ] 1. χτυπώ κάποιον και τού προξενώ κακώσεις, μώλωπες, σε διάφορα σημεία τού σώματός του 2. (το μέσ. και παθ.) μωλωπίζομαι έχω μώλωπες που προκλήθηκαν από δική μου ενέργεια αρχ. 1. μοιάζω με τσιμπήματα κουνουπιών 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek
σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek